Παρέμβαση του Προέδρου της Ολομέλειας για τα ζητήματα απονομής της δικαιοσύνης στην ΓΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Σε καιρούς που οι θεσμοί δοκιμάζονται και τα προβλήματα στον χώρο της απονομής της Δικαιοσύνης οξύνονται, σε ένα περιβάλλον όχι φιλικό για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του πολίτη, έχουμε χρέος να διατηρούμε έναν ανοικτό δίαυλο επικοινωνίας προκειμένου να αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά τις προκλήσεις του δικαστικού συστήματος της χώρας, το οποίο διακονούμε.

Ξεκινώ με ένα ζήτημα μείζονος ενδιαφέροντος για το σύνολο των δικαστικών λειτουργών, που θα απασχολήσει ασφαλώς επί μακρόν, και δικαίως, τη συνέλευσή σας: τα μισθολογικά αιτήματα του δικαστικού σώματος, που συναρτώνται με την ανάγκη εξασφάλισης αξιοπρεπών όρων διαβίωσης των λειτουργών της Θέμιδας, ανάλογων με το λειτούργημά τους, και άπτονται της δικαστικής ανεξαρτησίας. Η στήριξή μας στο σύνολο των μισθολογικών αιτημάτων του κλάδου δεν είναι απλή ρηματική διαβεβαίωση, αλλά θεσμική επιλογή.

Ωστόσο, οφείλω να επισημάνω μια ασυμμετρία: Ενώ το δικηγορικό σώμα στέκεται διαχρονικά στο πλευρό σας, δεν είδαμε την ίδια ένθερμη στήριξη στο ζήτημα της καταφανώς άδικης και αντισυνταγματικής φορολογικής μεταχείρισης των δικηγόρων και εν γένει των ελευθέρων επαγγελματιών. Ας ελπίσουμε ότι η θεσμική συναλληλία επί δικαίων αιτημάτων θα αποτελέσει στο μέλλον ένα κοινό βάθρο καθορισμού συντονισμένης δράσης έναντι της Πολιτείας.

 

Η σημερινή γενική συνέλευση της ΕΔΕ πραγματοποιείται στον απόηχο δύο σπουδαιότατων εξελίξεων, που θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο κοινού προβληματισμού για τους παροικούντες τη δικαστική Ιερουσαλήμ: πρώτον, σειράς αποφάσεων του ΕΔΔΑ που αποτελούν κόλαφο για το δικαστικό μας σύστημα (αποφάσεις Ζουμπουλίδη, Τσιώλη και Γεωργίου κατά Ελλάδος), και δεύτερον των στατιστικών στοιχείων του Συμβουλίου της Ευρώπης (Έκθεση CEPEJ 2024), αλλά και του Πρωτοδικείου Αθηνών, για τους ρυθμούς απονομής της Δικαιοσύνης. Οι εξελίξεις αυτές, δίνουν ηχηρή απάντηση στην προσφιλή -σε διάφορους κύκλους- αντιδικηγορική ρητορική, ότι τάχα για τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης φταίνε οι δικηγόροι, είτε λόγω του υπερπληθωρισμού, που γεννά (αχρείαστες) υποθέσεις, είτε λόγω των αναβολών που ζητούν, είτε λόγω των πολυσέλιδων δικογράφων που καθυστερούν τους δικαστές κατά το διάβασμα και της φλυαρίας τους κατά την αγόρευσή τους ενώπιον του ΣτΕ και του Αρείου Πάγου.

 

Οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις οποίες αναφέρθηκα έχουν ξεχωριστή σημασία γιατί δεν εστιάζουν στη νομοθεσία, αλλά πρωτίστως στη δικαιοδοτική πρακτική των ανωτάτων δικαστηρίων μας:

  • Η απόφαση Ζουμπουλίδη κατέδειξε την προβληματική στάση του ΣτΕ έναντι της επιβεβλημένης ευθύνης του κράτους για εσφαλμένη δικαστική κρίση. Μια απόφαση που οδήγησε στη συγκρότηση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, αποτελούμενης από δικαστές, χωρίς τη συμμετοχή εκπροσώπων της Ολομέλειας. Δηλαδή αν αυτό δεν συνιστά καταφανή περίπτωση σύγκρουσης καθηκόντων τότε ποια άλλη είναι; Να αποφασίσουν αυτοί που οδήγησαν τη Χώρα στην καταδίκη, τη νομοθετική αντιμετώπιση του προβλήματος που οι ίδιοι δημιούργησαν.
  • Η απόφαση Γεωργίου δείχνει ανάγλυφα πώς η αναιτιολόγητη άρνηση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, μπορεί να παραβιάζει το δικαίωμα δίκαιης δίκης
  • Η απόφαση Τσιώλη καταδικάζει τον νομικό φορμαλισμό και την ακραία τυπολατρία κατά την εκτίμηση λόγων αναιρέσεως από το ΣτΕ. Κατά ένα σχεδόν ειρωνικό τρόπο, μάλιστα, το ΣτΕ που επεδίωξε να επιταχύνει την εκδίκαση των υποθέσεων ενώπιον του με τους περιορισμούς του ν. 3900/2010 (η εφαρμογή των οποίων επικρίθηκε από το ΕΔΔΑ), παραμένει μάλλον το βραδύτερο διοικητικό δικαστήριο της Ευρώπης, με 1239 ημέρες καθυστέρησης για την έκδοση απόφασης, έναντι 234 ημερών, που είναι η διάμεση τιμή του Συμβουλίου της Ευρώπης. Χωρίς βέβαια να ξεχνούμε τις 969 καταδίκες της Χώρας από το ΕΔΔΑ επί συνόλου 1082 προσφυγών.
  • Ιδία δε τις αποφάσεις Γλύκαντζη για την πολιτική δίκη του 2012, Μιχελιουδάκης για την ποινική δίκη του 2012, Αθανασίου για τη διοικητική δίκη του 2010, που αφορούσαν σε υπέρμετρη καθυστέρηση.

 

Υπό το φως της ξεκάθαρης αποδοκιμασίας του ΕΔΔΑ, είναι λυπηρό ότι τα Ανώτατα Δικαστήριά μας, τόσο το ΣτΕ, όσο και η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, αναζητούν λύσεις στο πρόβλημα της βραδύτητας απονομής της δικαιοσύνης στον περιορισμό του  μέγεθους των δικογράφων, της γραμματοσειράς και του χρόνου αγόρευσης των συνηγόρων. Λες και οι 2.373 ημέρες που χρειάστηκαν για την έκδοση αποφάσεως μόνο στην αναιρετική διαδικασία στο Α1 Τμήμα του Άρειου Πάγου (επί αστικής υποθέσεως οφειλής από τιμολόγια), οφείλονταν στην αδυναμία ανάγνωσης των σελίδων του δικογράφου ή στην αδυναμία ταχείας αφομοίωσης της μακράς αγόρευσης του συναδέλφου!

 

Έρχομαι τώρα στον «μεγάλο ασθενή» του δικαστικού συστήματος, τις καθυστερήσεις που φθάνουν, και συχνά ξεπερνούν όπως έχει κατ’ επανάληψη αποφανθεί το ΕΔΔΑ, το όριο της αρνησιδικίας. Για να έχουμε εικόνα του προβλήματος σας παραθέτω ορισμένα στατιστικά στοιχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης (Έκθεση CEPEJ 2024), αλλά και του Πρωτοδικείου Αθηνών. Διότι στις απόψεις χωρεί πάντα αντίλογος, στους αριθμούς όμως δεν χωρεί διάψευση.

 

Κατ’ αρχάς η σύγκριση του χρόνου διεκπεραίωσης των αστικών και ποινικών υποθέσεων στη χώρα μας σε σχέση με τη διάμεση τιμή του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι απογοητευτική:

 

Αστικές υποθέσεις:

1ος βαθμός: 746 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 239)

2ος βαθμός: 422 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 200)

Ανώτατο Δικαστήριο: Η Ελλάδα δεν διέθεσε σχετικά στοιχεία στην ΕΕ- (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 152)

 

Ποινικές υποθέσεις:

1ος βαθμός: 223 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 133)

2ος βαθμός: 294 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 110)

Ανώτατο Δικαστήριο: 304 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 101)

 

Το δεύτερο κρίσιμο ερώτημα είναι εάν συν τω χρόνω αυξάνεται ή μειώνεται ο όγκος των νέων υποθέσεων.

 

Την απάντηση δίνουν κατ’ αρχάς τα συγκεντρωτικά στοιχεία της έκθεσης CEPEJ, σύμφωνα με τα οποία o αριθμός νέων υποθέσεων έχει μειωθεί δραματικά: από 5,83 εισερχόμενες πολιτικές υποθέσεις 1ου βαθμού ανά 100 κατοίκους το 2012, οι νέες υποθέσεις ανήλθαν το 2022 σε μόλις 1,31 ανά 100 κατοίκους.

 

Τα στοιχεία του Πρωτοδικείου Αθηνών είναι ακόμη πιο αποκαλυπτικά:  Tο 2010 εισήλθαν στο δικαστικό σύστημα του Πρωτοδικείου Αθηνών 224.391 υποθέσεις, ενώ το 2023 102.285 υποθέσεις, ήτοι μείωση του αριθμού εισερχομένων κατά 54,5%. Από τις εισερχόμενες το 2020 υποθέσεις, 82.316 αφορούσαν σε προσημειώσεις υποθήκης (εγγραφές, εξαλείψεις) ήτοι ποσοστό 36,7% του συνόλου των εισερχομένων, ενώ το 2023 το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 25% (25.516), όπερ σημαίνει ότι ο αριθμός των υποθέσεων διαγνωστικής δίκης, για τις οποίες απαιτείτο η έκδοση αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης ήταν 142.075 (ποσοστό 63,3%) ενώ το 2023 76.769 (ποσοστό 75%).
Αποδεικνύεται λοιπόν περίτρανα ότι για τις καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης δεν έχουν ευθύνη ούτε οι αναβολές που ζητούν οι δικηγόροι, ούτε ο υπερπληθυσμός των δικηγόρων, ο οποίος δημιουργεί δήθεν πληθώρα, νέων υποθέσεων, που εισέρχονται στο δικαστικό σύστημα. Κι αυτό, διότι , ενώ είχαμε αύξηση του αριθμού των δικηγόρων Αθηνών από 21.430 το 2010 σε 24.450 (αύξηση 12,4%), το ίδιο χρονικό διάστημα παρουσιάστηκε μείωση του αριθμού των εισελθουσών πολιτικών υποθέσεων στο Πρωτοδικείο Αθηνών κατά 54,5% (!). Όχι μόνο δεν αυξήθηκαν αυτές,  ούτε καν παρέμεινε σταθερός ο αριθμός τους, αλλά μειώθηκε δραματικά πάνω από 50%! Τα αίτια των καθυστερήσεων, όπως έχουμε πολλές φορές πει, πρέπει να αναζητηθούν όχι στους δικηγόρους, αλλά στις χρόνιες παθογένειες του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, και ιδίως στους μακρούς χρόνους προσδιορισμού των υποθέσεων (ιδίως στην τακτική διαδικασία), και δευτερευόντως στους χρόνους έκδοσης των αποφάσεων.

 

 

Εν τω μεταξύ, ο αριθμός των δικαστών (ανά 100.000 κατοίκους)  έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία 10ετία στην Ελλάδα και πλέον υπερβαίνει κατά πολύ της διάμεση τιμή των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης:

– 2022: Ελλάδα: 37,3 | Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 17,6

– 2012: Ελλάδα: 23,3 | Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 17,7

 

Με βάση, δε, τα στοιχεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, ο αριθμός των εκδοθεισών αποφάσεων το 2010 ανήλθε σε 133.440, ενώ ο αριθμός των εισελθόντων δικογράφων το 2010 ήταν 224.391, όπερ σημαίνει ότι το clearance rate (αριθμός εκκαθάρισης υποθέσεων) έφτασε σε ποσοστό 60%, δηλαδή για κάθε 100 υποθέσεις που εισήλθαν στο Πρωτοδικείο Αθήνας σε 60 μόνο εκδόθηκαν αποφάσεις, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το απόθεμα υποθέσεων (stock) γεωμετρικά σε ετήσια βάση. Η ίδια σχεδόν αναλογία παρατηρείται και στα επόμενα έτη.
Το 2023 ο αριθμός των εκδοθεισών αποφάσεων ανήλθε σε 56.860 παρουσιάζοντας μείωση 57,4% εκ των οποίων μάλιστα 9.388 ήταν επί υποθέσεων προσημειώσεων και 9.472 επί υποθέσεων διαταγής πληρωμής ήτοι συνολικά 18.860. Αυτό σημαίνει ότι οι λοιπές αποφάσεις επί υποθέσεων που απαιτείται η έκδοση αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης  ανήλθαν σε 38.000 (!!!).

Παράλληλα από τη μεταφορά δικαστηριακής ύλης έχουν εκδοθεί από δικηγόρους από 1.6.2024 έως σήμερα, 19.773 αποφάσεις προσημείωσης υποθήκης, 2.001 κληρονομητηρίων, 1.276 υποθέσεις σωματείων και 166.423 ένορκες βεβαιώσεις ελαφρύνοντας τον όγκο των δικαστικών υποθέσεων.

Αν ο αριθμός αυτός διαιρεθεί  δια του αριθμού των υπηρετούντων δικαστών στο Πρωτοδικείο Αθηνών το 2023 θα εξαχθούν πολύ χρήσιμα συμπεράσματα.

Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε ότι η σημερινή συνέλευση πραγματοποιείται στο λυκαυγές της συνταγματικής αναθεώρησης. Μείζον ζητούμενο για τη δικαιοσύνη είναι η θωράκιση της de iure και de facto ανεξαρτησίας, η οποία υπονομεύεται από τον ομφάλιο λώρο μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, που διατηρείται όχι μόνο με το διορισμό της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από την Κυβέρνηση, αλλά πρωτίστως με την παγιωμένη, απαράδεκτη πρακτική της τοποθέτησης αφυπηρετούντων δικαστών σε δημόσιες, αμειβόμενες, θέσεις και μάλιστα αμέσως μετά την αφυπηρέτησή τους. Μόνα θετικά βήματα στην αντίρροπη κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια ήταν αφ’ ενός ο ν. 5123/2024 που προβλέπει ότι πριν την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης διατυπώνεται η γνώμη της Ολομέλειας του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου, κατόπιν μυστικής ψηφοφορίας και ο ν. 5049/2023 για τη Δικαστική Αστυνομία, που προβλέπει ότι για την κατάληψη της θέσης του Προϊσταμένου της Δικαστικής Αστυνομίας απαιτείται η παρέλευση διετίας από την αφυπηρέτηση του δικαστικού λειτουργού που επιλέγεται.

 

Επειδή δεν θέλω να σας κουράσω δεν θα αναφερθώ εν εκτάσει στο εξίσου σημαντικό ζήτημα του ποινικού λαϊκισμού, που κατατρύχει την ποινική δικαιοσύνη στη χώρα μας, καθώς τις θέσεις μας διατυπώσαμε δημόσια στην γενική συνέλευση της Ένωσης Εισαγγελέων. Εν πλήρη συντομία όμως θέλω να αναφέρω τα εξής:

Το φαινόμενο του ποινικού λαϊκισμού, της εργαλειοποίησης δηλαδή του ποινικού δικαίου για την αποκομιδή πρόσκαιρου πολιτικού οφέλους και τον κατευνασμό της μιντιακής σφαίρας, αποτελεί υπαρξιακό κίνδυνο για την ποινική δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου. Η ατέρμονη νομοθετική πλειοδοσία, κακοφωνία και πολυπραγμοσύνη σε σχέση με τους Κώδικες, αυξάνει την πίεση στην ποινική Δικαιοσύνη και δυσχεραίνει το έργο των λειτουργών της. Πολύ περισσότερο όταν γίνεται βιαστικά και πρόχειρα,  χωρίς επιτροπές παρακολούθησης της εφαρμογής των ρυθμίσεων και χωρίς την συμμετοχή των δικαστικών ενώσεων και των δικηγορικών συλλόγων, δηλαδή των εκπροσώπων όλων εκείνων, που θα κληθούν να εφαρμόσουν τις νέες διατάξεις. Η ποινική δίκη όμως δεν είναι φτιαγμένη και δεν πρέπει να κινείται με ρυθμούς social media, ούτε με όρους δημοσκοπήσεων. Καθιστώντας την ποινική δίκη πεδίο ικανοποίησης μιας μανιχαϊστικής αντίληψης ανταπόδοσης και εκδίκησης δεν εξυπηρετούμε τίποτε, ούτε την ασφάλεια των πολιτών, ούτε φυσικά το κράτος δικαίου, παρά μόνο μια πρόσκαιρη ικανοποίηση των βασικότερων ενστίκτων της κοινωνίας, χωρίς κανένα πραγματικό αντίκρισμα για την ευημερία και την ασφάλειά της.

 

Από την πλευρά του, το δικηγορικό σώμα, τιμώντας τις παραδόσεις του, θα συνεχίσει να υπερασπίζεται το κράτος δικαίου και το κύρος της Δικαιοσύνης απέναντι σε κάθε προσπάθεια ευτελισμού τους στο βωμό του πρόσκαιρου πολιτικού οφέλους. Σε αυτή την προσπάθεια υπεράσπισης της Δίκαιης Δίκης δεν πιστεύουμε ότι θα μείνουμε μόνοι. Είμαστε βέβαιοι ότι θα σταθούμε μαζί με όλους τους συλλειτουργούς της Δικαιοσύνης και με εσάς. Ακόμα όμως και αν εντέλει μείνουμε μόνοι, εμείς θα επιμείνουμε να μαχόμαστε για τις αξίες μας, αναλαμβάνοντας, αν χρειαστεί, και το αναλογούν κόστος.

 

Θεωρώ θεσμικό καθήκον του δικηγορικού σώματος να κρατάει  ζωντανό τον δημόσιο διάλογο για τα ζέοντα αυτά θέματα, που είναι υπαρξιακά για τη δικαιοσύνη και την απονομή της.

Έχω τη βεβαιότητα ότι οι Ελληνίδες και οι Έλληνες Δικαστές, με τη διαχρονική ευαισθησία σας για το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης, θα προβληματιστείτε γόνιμα σχετικά με όλα τα παραπάνω ζητήματα, τα οποία δημόσια αναδεικνύουμε με γνώμονα τη διαφύλαξη του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των πολιτών και την περιφρούρηση του κύρους της Δικαιοσύνης.

Ας μην λησμονούμε ποτέ ότι το αγαθό της Δικαιοσύνης, χάριν της οποίας εργαζόμεθα, υπηρετείται πρωτίστως μέσα από τον αμοιβαίο σεβασμό, την εποικοδομητική συνέργεια, και την έμπρακτη προσήλωση όλων μας στο ιδανικό που ταχθήκαμε να υπηρετούμε και ότι, αν υπάρχει θέληση -που από την πλευρά μας πρέπει να θεωρείται δεδομένη- μπορούμε να οικοδομήσουμε μια ουσιαστική, μόνιμη, ειλικρινή διαβούλευση και συνεργασία, ώστε να αφήσουμε πίσω μας τις χρόνιες παθογένειες και να γράψουμε μαζί, μια νέα πιο ελπιδοφόρα σελίδα για το μέλλον της Δικαιοσύνης.

 

 

Δημήτρης Κ. Βερβεσός

Πρόεδρος της Ολομέλειας των Προέδρων

των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και

Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών

Scroll to Top