Ιδιότητα ασφαλισμένου στο Ταμείο Νομικών και στον ΚΕΑΔ

ΔΕφΑθ 2311/2022[*]

Πρόεδρος: Α. Καρφάκη
Εισηγήτρια: Ε. Κουτρούμπα
Δικηγόροι: Σ. Βαλτζόγλου – Α. Χαλκίδη

Η ιδιότητα του ασφαλισμένου στο Ταμείο Νομικών και στον ΚΕΑΔ συνάπτεται με την τυπική κτήση της ιδιότητας του δικηγόρου και διαρκεί για όσο χρόνο αυτός είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα του οικείου δικηγορικού συλλόγου, ακόμη και αν αυτός δεν ασκεί ενεργώς το δικηγορικό λειτούργημα, εξαιρουμένης της περίπτωσης αποβολής της ιδιότητας του δικηγόρου, κατά το άρθρο 80 του Κώδικα περί Δικηγόρων – Καθ’ όλο δε αυτό το χρονικό διάστημα, ο εγγεγραμμένος στα μητρώα του δικηγορικού συλλόγου δικηγόρος υπόκειται στις έναντι του Ταμείου Νομικών υποχρεώσεις του ασφαλισμένου, στις οποίες περιλαμβάνεται και η υποχρέωση καταβολής εισφορών και για χρονικές περιόδους κατά τις οποίες διακόπηκε η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος ή συνέτρεξε περίπτωση ασυμβιβάστου, χωρίς να υποβληθεί από αυτόν παραίτηση – Το ότι, δε, με το άρθρο 13 του ν. 4507/1966 ρητώς αποκλείεται να ληφθεί υπ’ όψιν προς απονομή σύνταξης ή άλλης παροχής το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο δικηγόρος μεταξύ άλλων δεν ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα, δεν δύναται να οδηγήσει σε απαλλαγή αυτού από την υποχρέωση καταβολής εισφορών, κατά το διάστημα κατά το οποίο αυτός παραμένει εγγεγραμμένος στα μητρώα του δικηγορικού συλλόγου, διότι το ζήτημα των συνεπειών της πραγματικής ή μη άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος ανακύπτει κατά τον χρόνο απονομής της σύνταξης ή των λοιπών ασφαλιστικών παροχών.

2. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», στο άρθρο 4 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1), στο άρθρο 22 παρ. 5 ότι «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει», στο δε άρθρο 25 παρ. 1 ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. … Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει… να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας…». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα εξής: Το Σύνταγμα με το άρθρο 22 παρ. 5 κατοχυρώνει τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφάλισης αποτελεί η έναντι καταβολής εισφοράς προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κ.λπ.), οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. Εφ’ όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές, οι οποίες συνιστούν κεφάλαιο που είναι αποκλειστικά αφιερωμένο για την καταβολή των ασφαλιστικών παροχών, και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως εκδηλώνεται –όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας– η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέ σεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (ΣτΕ 2287-90/2015 Ολομ., 3487/2008 Ολομ. κ.ά.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος. Και ναι μεν η χορηγούμενη από τον ασφαλιστικό φορέα παροχή δεν απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ασφαλισμένου ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, δεν πρέπει όμως ο υπολογισμός της παροχής να οδηγεί σε ανατροπή των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, να απολήγει δηλαδή σε χορήγηση ασφαλιστικής παροχής, το ύψος της οποίας, ενόψει των καταβληθεισών από τον ασφαλισμένο εισφορών και του συνολικού χρόνου ασφαλίσεώς του, να υπολείπεται του ανεκτού κατά το Σύνταγμα κατώτατου ορίου πέραν του οποίου συντρέχει προφανής παραβίαση των ανωτέρω συνταγματικών αρχών και της αρχής της ανταποδοτικότητας (ΣτΕ 1889-91/2019 Ολομ., βλ. και 2287-90/2015 Ολομ. κ.ά.). Με βάση τα ανωτέρω δικαιολογείται ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της κοινωνικής ασφαλίσεως, ήτοι η υποχρεωτική υπαγωγή σε φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως (κύριας ή επικουρικής) και η υποχρεωτική καταβολή εισφορών και, εντεύθεν, η ανάθεση της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως στο Κράτος ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ήτοι νομικά πρόσωπα υπαγόμενα στη διοικητική, οικονομική και νομοθετική εποπτεία και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό την εγγύηση ότι οι κατά τα ανωτέρω καταβληθείσες εισφορές δεν θα υπόκεινται στους επιχειρηματικούς κινδύνους που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς. Περαιτέρω, τηρουμένων των δεσμεύσεων που απορρέουν από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος ως προς τον δημόσιο χαρακτήρα των φορέων που παρέχουν υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, υφίσταται, κατά τα λοιπά, ευχέρεια του νομοθέτη να ιδρύει, να αναδιοργανώνει, να διατηρεί και να καταργεί νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με σκοπό την προσαρμογή, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της κρατικής οργανώσεως, προς τις συνθήκες και τις ανάγκες που επικρατούν κάθε φορά. Εξ άλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) εκδηλώνεται μέσω της ιδρύσεως από το Κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, του ορισμού των διοικούντων αυτούς οργάνων, της άσκησης εποπτείας στη δραστηριότητά τους και στη διαχείριση της περιουσίας τους, της θέσπισης κανόνων που διέπουν τη λειτουργία τους και της μέριμνας για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου τους, μέριμνας που εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων και με την απ’ ευθείας συμμετοχή στη χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού (βλ. ΣτΕ 2290/2015 Ολομ., 2287/2015 Ολομ, 2202/2010 Ολομ., 3487/2008 Ολομ., 5024/1987 Ολομ., 2429/2018 7μ., 1726/2016 7μ., 660/2016 7μ.). Εναπόκειται δε στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη να επιλέξει το είδος των μέτρων και των ρυθμίσεων σταθμίζοντας τα υπέρ και τα κατά και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις υφιστάμενες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες (ανεργία, επιπτώσεις στην ανάπτυξη της οικονομίας) και τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Η εκτίμηση αυτή του νομοθέτη κατά την επιλογή του είδους των μέτρων που εξυπηρετούν καλύτερα τους πιο πάνω σκοπούς δημοσίου συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο. Εξ άλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) περιλαμβάνει και τη φροντίδα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και τη διαχείριση των αποθεματικών τους, καθώς και με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων (πρβλ. 1010/2019, ΣτΕ 660/2016 7μ., 2289/2015 Ολομ.). Όμως, σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, ο νομοθέτης μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεσπίζει την περιστολή των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δαπάνες χρηματοδότησης των φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς, ακόμη και των ήδη απονεμηθεισών (βλ. ΣτΕ 2289-2290/2015 Ολομ., ΣτΕ 1031, 1033/2015 7μ. κ.ά.), με όριο τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (πρβλ. ΣτΕ 2192-2196/2014 Ολομ., ΣτΕ 660/2016 7μ.). Εξάλλου, η ύπαρξη ευθείας αναλογίας μεταξύ ασφαλιστικών εισφορών και παροχών και η αρχή της ανταποδοτικότητας μεταξύ ασφαλιστικών εισφορών και παροχών δεν αποτελούν συνταγματικώς κατοχυρωμένους κανόνες [βλ. ΣτΕ 2288/2015 Ολομ. (σκ. 7), 3487/2008, ΣτΕ 3412/2013 7μ., 2266/2013 7μ. κ.ά.]. Στοιχείο της έννοιας της εισφοράς προς ασφαλιστικό οργανισμό συνιστά η προσδοκία κάποιας αντιπαροχής με την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, ενώ οι αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου δεν εμποδίζουν τον νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα εντός του πλαισίου της συνταγματικής τάξης, όπως τα προαναφερόμενα, εκτιμώντας τις υφιστάμενες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία θα απαγορευόταν η μεταβολή του ευνοϊκού για τους ασφαλισμένους νομοθετικού καθεστώτος, θα κατέληγε σε παράλυση της δράσης του νομοθέτη και ματαίωση, ειδικά στο πεδίο του οικονομικού προγραμματισμού, της αποστολής του να ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις σύμφωνα με τις επιταγές του δημοσίου συμφέροντος, όταν αδήριτες ανάγκες το επιβάλλουν, ακόμη και τις συνεστημένες [βλ. ΣτΕ 734/2016 Ολομ. (σκ. 11), ΣτΕ 3663/2014 (σκ. 26)]. Εξάλλου, από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας δεν κωλύονται ο κοινός νομοθέτης και η κατ’ εξουσιοδότηση νόμου κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση να μεταβάλλουν για το μέλλον το σύστημα συνταξιοδότησης κατηγοριών ασφαλισμένων, ιδίως σε σχέση με το ύψος των ασφαλιστικών παροχών. Ο δε χρόνος εξόδου από την υπηρεσία αποτελεί παράγοντα αρκούντως αντικειμενικό, ο οποίος δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των ασφαλισμένων του αυτού ασφαλιστικού φορέα σε περίπτωση μεταβολής του τρόπου υπολογισμού της απονεμόμενης από τον φορέα κοινωνικής ασφάλισης ασφαλιστικής παροχής (ΣτΕ 2031/1994 7μ., 2999/2009, 1554/2018 7μ., 2429/2018 7μ., 3487/2008 Ολομ., 58/1999).

3. Επειδή, στο άρθρο 1 του από 20.3.1952 Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου στην από 4.11.1950 Σύμβαση της Ρώμης «Διά την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών», τα οποία –Πρωτόκολλο και Σύμβαση– κυρώθηκαν με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256) και έχουν υπέρτερη των κοινών νόμων ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ει μή διά λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμιση της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με την προαναφερόμενη διάταξη θεσπίζεται γενικός και απόλυτος κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Στην προστασία αυτή εντάσσεται, κατ’ αρχήν, και το δικαίωμα παντός ενδιαφερομένου προς λήψη ασφαλιστικών παροχών, εφόσον όμως συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις που τάσσονται εκάστοτε από το εσωτερικό δίκαιο κάθε συμβαλλόμενου κράτους. Εκ τούτου έπεται ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα εμπίπτει μεν στην έννοια του περιουσιακού δικαιώματος, δεν προστατεύεται όμως ως δικαίωμα σε σύνταξη ή άλλη συνταξιοδοτική παροχή ορισμένου ποσού (αποφάσεις ΕΔΔΑ της 12.12.2000, B. Jankovic κατά Κροατίας – απόφαση επί του παραδεκτού, της 28.1.2003, S. Saarinen κατά Φινλανδίας – απόφαση επί του παραδεκτού, της 12.12.2004, K. Asmundsson κατά Ισλανδίας), ούτε ως κεκτημένο δικαίωμα προσδοκίας προς απόληψη υψηλότερης παροχής (έστω και ανταποδοτικής) θεμελιούμενο όχι στη δίκαιη και ομοιόμορφη εφαρμογή των προϋποθέσεων των παγίων νομοθετικών ρυθμίσεων αλλά σε αξιούμενη παράταση ισχύος εξαιρετικών ρυθμίσεων προϊσχυσασών μεταβατικών διατάξεων, που έχουν τεθεί για προστασία διαφορετικών καταστάσεων και κατηγοριών ασφαλισμένων (πρβλ. ΣτΕ 803/2015 7μ., ΣτΕ 2099/2017).

4. Επειδή, ο Κώδικας περί Ταμείου Νομικών, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν.δ. 4114/1960 (Α΄ 164), ορίζει στην παρ. 1 του άρθρου 7, όπως η υποπερίπτωση α΄ της περ. α΄ της παρ. αυτής αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 4507/1966 (Α΄ 71), τα εξής: «Εις το Ταμείον ασφαλίζονται υποχρεωτικώς οι κάτωθι: Α. Άμισθοι α) Οι δικηγόροι, οι κεκτημένοι νομίμως το δικαίωμα προς άσκησιν του λειτουργήματος κατά τας διατάξεις του Κώδικος περί Δικηγόρων, από της εις τα Μητρώα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου εγγραφής των μέχρι της διαγραφής των εκ τούτων ή μέχρι της κατά το άρθρον 80 του Κώδικος περί Δικηγόρων αυτοδικαίας αποβολής της ιδιότητας του δικηγόρου … β) …». Ακολούθως, στο άρθρο 8 του ίδιου Κώδικα (ν.δ. 4114/1960), όπως η παρ. 2Α του άρθρου αυτού συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 240/1996 (Α΄ 178), ορίζεται ότι: «1. Οι ασφαλισμένοι του Ταμείου (άμισθοι και έμμισθοι), που ορίζονται από το προηγούμενο άρθρο, διακρίνονται σε δύο τάξεις, την πρώτη και τη δεύτερη. 2. Στην πρώτη τάξη ανήκουν: Α) Από τους αμίσθους: α) οι δικηγόροι, β) …, γ) …, δ) οι ασκούμενοι δικηγόροι …» και στο άρθρο 9, όπως οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου αυτού προστέθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 4507/1966, ορίζονται τα εξής: «1. α) Χρόνος ασφαλίσεως είναι το χρονικόν διάστημα, καθ’ ό ο ησφαλισμένος μετέχει νομίμως της ασφαλίσεως του Ταμείου. β) … 2. Δεν υπολογίζεται εις τον χρόνον ασφαλίσεως, ο της προσωρινής παύσεως λόγω πειθαρχικής ποινής και ο χρόνος της, συνεπεία ποινικής διώξεως, καταστάσεως αργίας, προσωρινής παύσεως ή προφυλακίσεως, εφ’ όσον ηκολούθησε οριστική απόλυσις. 3. … 4. Δεν υπολογίζεται εις τον χρόνον ασφαλίσεως δια την απονομήν συντάξεως ή άλλης παροχής, το χρονικό διάστημα, καθ’ ο ο δικηγόρος δεν ασκεί πράγματι το λειτούργημα ή επεδόθη συγχρόνως εις ενάσκησιν ετέρου επαγγέλματος, ασυμβιβάστου προς το λειτούργημα. Πραγματικήν άσκησιν του λειτουργήματος αποτελούν και αι περιπτώσεις του άρθρου 63 παρ. 4 του Κώδικος περί Δικηγόρων. Δικηγόρος, παρ’ ώ επήλθε περίπτωσις διακοπής ασκήσεως ή ασυμβιβάστου, καίπερ μη υπολογιζομένου του χρόνου τούτου δια την απονομήν συντάξεως ή άλλης παροχής, υπόκειται καθ’ όλον τον χρόνον της διακοπής της ασκήσεως ή του ασυμβιβάστου εις τας έναντι του Ταμείου υποχρεώσεις του ησφαλισμένου, εφ’ όσον δεν υποβάλη παραίτησιν εκ του λειτουργήματος. Δεν υπολογίζεται επίσης εις τον χρόνον ασφαλίσεως δια τον καθορισμόν της συντάξεως ή άλλης παροχής ο χρόνος, καθ’ ον οι άμισθοι Δικαστικοί Κλητήρες και οι Δικολάβοι ασκούσι παραλλήλως και έτερον επάγγελμα. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει καίπερ μη υπολογιζομένου του χρόνου τούτου, δια την απονομήν συντάξεως ή άλλης παροχής, ούτοι υπόκεινται εις πάσας τας υποχρεώσεις του ησφαλισμένου. 5. Ο χρόνος, καθ’ ον ο δικηγόρος τελεί εν αναστολή κατά τας διατάξεις του Κώδικος περί Δικηγόρων λογίζεται ως χρόνος ασφαλίσεως συνυπολογιζόμενος δια την απονομήν συντάξεως ή άλλης παροχής». Εξάλλου, στο άρθρο 28, όπως η παράγραφος 1 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 του ν. 730/1977 (Α΄ 309) ορίζεται ότι: «Καταβολαί παρ’ ησφαλισμένου ή υπέρ αυτού ως και κρατήσεις, προς εκπλήρωσιν οιασδήποτε ασφαλιστικής αυτού υποχρεώσεως, ή προς εξαγοράν οιασδήποτε πραγματικής ή πλασματικής προϋπηρεσίας, νομίμως γενόμεναι, δεν επιστρέφονται και εν η περιπτώσει δι’ οιονδήποτε λόγον δεν δικαιούνται συντάξεως αυτός ή η οικογένεια αυτού». Περαιτέρω στο άρθρο 14 του ν. 1090/1980 (Α΄ 263) ορίζονται τα εξής: «Ασκούμενοι δικηγόροι, από της εγγραφής των εις τον οικείον δικηγορικόν σύλλογον, δύναται να ασφαλίζωνται εις το Ταμείον Νομικών, τον κλάδον επικουρικής ασφαλίσεως δικηγόρων και ταμεία πρόνοιας και υγείας δικηγόρων, καταβάλλοντες τας εκάστοτε προβλεπομένας εισφοράς πρώτης πενταετίας. Ο κατά τα ανωτέρω χρόνος υπολογίζεται εις τον δυνάμενον να αναγνωρισθή χρόνον ασφαλίσεως κατά τας διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 18 του ν. 4507/1966, των άρθρων 4 και 5 του α.ν. 189/1967 και της παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 984/1979» [Σημειωτέον ότι οι αμέσως προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 4507/1966, του α.ν. 189/1967 και του ν. 984/1979 καταργήθηκαν με την παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 1759/1988 (Α΄ 50), ενώ, περαιτέρω, με το άρθρο 47 παρ. 12 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165) καταργήθηκαν από 1.1.1994 οι διατάξεις που προέβλεπαν αναγνώριση άλλων χρόνων πλην των αναφερομένων στο άρθρο 40 του ίδιου νόμου (στρατιωτική υπηρεσία, γονική άδεια, επιδότηση λόγω ασθενείας και τακτικής ανεργίας και εκπαιδευτική άδεια άνευ αποδοχών) ή προσμέτρηση άλλου πλασματικού χρόνου υπηρεσίας για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή για την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης]. Εξάλλου, κατά το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 1976/1991 (Α΄ 184): «Η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών προς το Ταμείο Νομικών, από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού και στο εξής, από οποιοδήποτε πρόσωπο ασκεί εργασίες, για τις οποίες είναι δυνατή η ασφάλιση στο Ταμείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν.δ. 4114/1960 (Α΄ 164), όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν κάθε φορά, δεν δημιουργεί δικαίωμα για παροχές, αν για το χρονικό διάστημα για το οποίο καταβάλλονται οι εισφορές δεν υπάρχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στην ασφάλιση του Τα μείου. Ο έλεγχος των νόμιμων αυτών προϋποθέσεων γίνεται με την υποβολή στο Ταμείο Νομικών των δικαιολογητικών που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 8 του β.δ. 661 /1961 (Α΄ 157)».

5. Επειδή, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η ιδιότητα του ασφαλισμένου στο Ταμείο Νομικών και στον ΚΕΑΔ συνάπτεται με την τυπική κτήση της ιδιότητας του δικηγόρου και διαρκεί για όσο χρόνο αυτός είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα του οικείου δικηγορικού συλλόγου, ακόμη και αν αυτός δεν ασκεί ενεργώς το δικηγορικό λειτούργημα, εξαιρουμένης της περίπτωσης αποβολής της ιδιότητας του δικηγόρου, κατά το άρθρο 80 του Κώδικα περί Δικηγόρων. Καθ’ όλο δε αυτό το χρονικό διάστημα, ο εγγεγραμμένος στα μητρώα του δικηγορικού συλλόγου δικηγόρος υπόκειται στις έναντι του Ταμείου Νομικών υποχρεώσεις του ασφαλισμένου, στις οποίες περιλαμβάνεται και η υποχρέωση καταβολής εισφορών και για χρονικές περιόδους κατά τις οποίες διακόπηκε η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος ή συνέτρεξε περίπτωση ασυμβιβάστου, χωρίς να υποβληθεί από αυτόν παραίτηση. Το ότι, δε, με το άρθρο 13 του ν. 4507/1966 ρητώς αποκλείεται να ληφθεί υπ’ όψιν προς απονομή σύνταξης ή άλλης παροχής το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο δικηγόρος, μεταξύ άλλων, δεν ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα, δεν δύναται να οδηγήσει σε απαλλαγή αυτού από την υποχρέωση καταβολής εισφορών, κατά το διάστημα κατά το οποίο αυτός παραμένει εγγεγραμμένος στα μητρώα του δικηγορικού συλλόγου, διότι το ζήτημα των συνεπειών της πραγματικής ή μη άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος ανακύπτει κατά τον χρόνο απονομής της σύνταξης ή των λοιπών ασφαλιστικών παροχών (ΣτΕ 838/1999 7μ., 1973/2011 σκ. 4).

6. Επειδή, περαιτέρω, ο ν. 4488/2017 (Α΄ 137) ορίζει στο άρθρο 20 ότι: « 2. Οι δικηγόροι που είναι εγγεγραμμένοι ή θα εγγραφούν στους οικείους δικηγορικούς συλλόγους και ασκούν ελεύθερο επάγγελμα υπάγονται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ, σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις του πρώην Τομέα Ασφάλισης Νομικών (ΤΑΝ) του ΕΤΑΑ και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 του ν. 4387/2016, από την ημερομηνία έναρξης άσκησης του επαγγέλματος στην αρμόδια ΔΟΥ και μέχρι τη διακοπή της επαγγελματικής δραστηριότητας και τη διαγραφή από τη ΔΟΥ» και «3. Η ισχύς των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου αρχίζει την 1η.1.2017. …».

7. Επειδή, στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος…» και στο άρθρο 106 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, γεννάται ευθύνη του Δημοσίου, των ΟΤΑ ή άλλων ΝΠΔΔ προς αποζημίωση για ζημία, η οποία προκλήθηκε από την πλημμελή εκτέλεση ή την παράλειψη εκτελέσεως από τα όργανά τους του επιβεβλημένου σ’ αυτά εκ του νόμου καθήκοντος. Περαιτέρω, κατά την έννοια της αυτής ως άνω διατάξεως, η υποχρέωση του Δημοσίου, των ΟΤΑ ή άλλων ΝΠΔΔ προς αποζημίωση αίρεται στην περίπτωση που η γενεσιουργός της ζημίας πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας έλαβε χώρα κατά παράβαση διατάξεως, η οποία έχει θεσπισθεί αποκλειστικά χάριν του γενικού συμφέροντος, όχι όμως και στην περίπτωση που η παραβιασθείσα διάταξη αποβλέπει, παραλλήλως με την προστασία του γενικού συμφέροντος, και στην προστασία δικαιώματος ή συμφέροντος των κατ’ ιδίαν προσώπων. (πρβλ. ΣτΕ 1048/2016, 4283/2014, 1590/2010, 1364/2008648/2008307/20073706/20013919/2001, 28/2000 κ.ά.).

8. Επειδή, στο άρθρο 904 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημιά άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Με παροχή εξομοιώνεται και η συμβατική αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει χρέος». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να θεμελιωθεί απαίτηση με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό θα πρέπει η άμεση περιουσιακή μετακίνηση προς τον λαβόντα να επήλθε χωρίς νόμιμη αιτία, δηλαδή αιτία που δεν έχει πηγή σύμβαση ή τον νόμο, είτε για νόμιμη αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή είναι παράνομη ή ανήθικη (ΑΕΔ 3/2010). Εξάλλου, κατά γενική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου, οι εισφορές των ασφαλισμένων, οι οποίες καλύπτουν νόμιμα χρόνο υποχρεωτικής ασφάλισης, περιλαμβανόμενες μεταξύ των πόρων των ασφαλιστικών οργανισμών με τους οποίους σχηματίζεται το ασφαλιστικό κεφάλαιο, δεν επιστρέφονται στους καταβάλλοντες, και όταν ακόμη είναι βέβαιο εκ των πραγμάτων, ότι δεν είναι εφικτή η χορήγηση ασφαλιστικών παροχών, λόγω μη συνδρομής των αναγκαίων προϋποθέσεων εκ μέρους τους, κάμψη δε της αρχής αυτής χωρεί μόνο όταν υφίσταται ρητή νομοθετική πρόβλεψη επιστροφής, οπότε το επιστρεφόμενο ποσό θεωρείται, και αυτό, ως ασφαλιστική παροχή (πρβλ. ΣτΕ 746/2011, 701/1984). Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι, όταν οι εισφορές των ασφαλισμένων καλύπτουν χρόνο υποχρεωτικής ασφάλισης, η επιστροφή εισφορών δεν μπορεί να γίνει με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 ΑΚ).

9. Επειδή, στο άρθρο 174 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζεται ότι: «Το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως να διατάξει την επίδειξη εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή διαδίκου, τρίτου ή οποιασδήποτε αρχής». Εξάλλου, ως προς την απόδειξη, στο άρθρο 146 του ως άνω ΚΔΔ ορίζεται ότι: «Η απόδειξη στηρίζεται στα στοιχεία του, κατά το άρθρο 149, διοικητικού φακέλου, καθώς και σε εκείνα που προέκυψαν από την ενώπιον του δικαστηρίου αποδεικτική διαδικασία», στο άρθρο 147 καθορίζονται τα επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα, ενώ στο άρθρο 148 ορίζεται ότι: «Το δικαστήριο χρησιμοποιεί τα αποδεικτικά μέσα κατά την κρίση του και τα εκτιμά ελευθέρως, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό μεταξύ τους, εκτός αν ειδική διάταξη νόμου ορίζει διαφορετικά». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, οι οποίες αντανακλούν το κατ’ αρχήν διέπον τη διοικητική αρχή ανακριτικό σύστημα και ισχύουν, αφού ο νόμος δεν διακρίνει εν προκειμένω τόσο επί προσφυγής όσο και επί αγωγής ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου ουσίας, το δικαστήριο, στο οποίο αποστέλλεται ο διοικητικός φάκελος κατά το άρθρο 129, ελέγχει αυτεπαγγέλτως την πληρότητα του φακέλου αυτού (ΣτΕ 3035/2014), απόκειται δε στην ανέλεγκτη κατ’ αναίρεση κρίση του να διατάξει, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από διάδικο, με προδικαστική απόφασή του, τη συμπλήρωση των αποδείξεων (ΣτΕ 1077/2020, 1190/2015, 4388/2012, 952/2011, 1763/2011, 964/2010 κ.ά., πρβλ. ΣτΕ 2339/2014 κ.ά.). Το δε δικαστήριο έχει ευχέρεια να διατάξει την επίδειξη εγγράφου και δύναται να απορρίψει το σχετικό αίτημα σιωπηρώς και χωρίς ειδική αιτιολογία, εκτός εάν με την αίτηση του αυτή ο διάδικος αφενός προσδιορίζει επακριβώς το έγγραφο και το κρίσιμο για την υπόθεση περιεχόμενό του, ώστε να προκύπτει ότι το έγγραφο είναι ουσιώδες, δηλαδή πρόσφορο προς απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του δια δίκου-αιτούντος, αφετέρου επικαλείται ότι η Διοίκηση το κατέχει και αρνείται να του το χορηγήσει, γι’ αυτό το ζητά μέσω του Δικαστηρίου (πρβλ. ΑΠ 953/20021045/20041402/2008 κ.ά).

10. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο εκκαλών είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα ασφαλισμένων του τέως Ταμείου Νομικών (μετέπειτα ΕΤΑΑ-ΤΑΝ και ήδη ΕΦΚΑ) από 3.9.2004 με την ιδιότητα του δικηγόρου. Την 23η.6.2015 επέδωσε στο Ταμείο Νομικών την από 19.6.2015 με αριθ. πρωτ. …/23.6.2015 εξώδικη δήλωση με πρόσκληση-αίτησή του, ζητώντας: 1) να αναγνωριστεί ο χρόνος προϋπηρεσίας του ως μη συντάξιμος καθώς και η μη απονομή των πάσης φύσεως παροχών, και ειδικότερα: α) να αναγνωρισθεί ότι δεν υπάγεται στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ, ανεξαρτήτως αν είναι μέλος του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ), και να διαταχθεί η διαγραφή του από τα μητρώα του, β) να υποχρεωθεί το ΕΤΑΑ να μην τον ασφαλίζει στο μέλλον, γ) να αναγνωρισθεί ότι δεν είναι ασφαλιστέος (ούτε θα είναι στο μέλλον) σε οποιονδήποτε κλάδο κύριας ή επικουρικής ασφάλισης του ΕΤΑΑ, δ) να αναγνωρισθεί ότι μη νομίμως επιβλήθηκαν σε βάρος του τόσο από το Ταμείο Νομικών όσο και από το ΕΤΑΑ εισφορές για την κύρια ή/και επικουρική ασφάλιση σε αυτά, έως σήμερα, ε) να αναγνωρισθεί ότι αδικαιολογήτως καταβλήθηκαν εκ μέρους του, τόσο στο Ταμείο Νομικών όσο και στο ΕΤΑΑ, χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν σε εισφορές για κύρια ή/και επικουρική ασφάλιση, σε εξόφληση εισφορών που τον υποχρεώνει ο νόμος, στ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του ΕΤΑΑ να του καταβάλει νομιμοτόκως το καταβληθέν ποσό που υποχρεώθηκε να καταβάλει για την κύρια ή/και επικουρική ασφάλιση σε αυτό, ως εισφορές και πρόσθετες εισφορές, έως σήμερα και το οποίο ανέρχεται, από 3.9.2004 έως 31.12.2013, στο συνολικό ποσό των 15.366,78 ευρώ, το οποίο ποσό αφορά τις εισφορές του σε ΤΑΝ – ΚΕΑΔ – ΟΑΕΔ. Επίσης, ζήτησε την επιστροφή και των εισφορών για το έτος 2014 για τα ως άνω ταμεία, ποσού 2.780,28 ευρώ. Σε διαφορετική περίπτωση ζητεί: α) για κάθε καταβολή ασφαλιστικών εισφορών που πραγματοποιεί να του χορηγείται, ως εγγύηση, το ισόποσο των καταβληθεισών εισφορών σε κρατικά ομόλογα Κράτους Μέλους της Ζώνης του Ευρώ, πιστοποιημένου από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης M., F. και S. & P. ως «ΑΑΑ», διάρκειας κάθε φορά ίσης με τον χρόνο που απομένει έως τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος, με την υποχρέωση επαναμεταβίβασης των εν λόγω ομολόγων στο ΕΤΑΑ-ΤΑΝ κατά τον χρόνο θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος, υπό την αναβλητική αίρεση που θα αναβάλλει το αποτέλεσμα της εν λόγω δικαιοπραξίας μέχρις ότου το ΕΤΑΑ-ΤΑΝ καταστεί βιώσιμο και συγκεκριμένα, μέχρις ότου το ΕΤΑΑ-ΤΑΝ είναι σε θέση να εγγυηθεί την επιστροφή των ετήσιων εισφορών ύψους 2.800 ευρώ υπό μορφή αξιοπρεπούς ασφαλιστικής παροχής σύμφωνης προς τα συναλλακτικά ήθη, κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται υποτυπώδης αναλογία μεταξύ εισφορών και παροχών που θα του αποδίδονταν αν η διαχείριση των συνολικών κεφαλαίων που υποχρεώνεται να καταβάλλει, ως εισφορές και πρόσθετες εισφορές, είχε ανατεθεί στο «Ταμείο Συντάξεων της Κυβερνήσεως της Νορβηγίας» («Norway’s Government Pension Fund Global») που διαθέτει την ανώτατη αξιολόγηση χρηστής και διαφανούς διαχείρισης των εισφορών των εργαζομένων που ασφαλίζει, άλλως, β) να συμψηφιστεί το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών που μέχρι τον χρόνο θεμελίωσης συνταξιοδοτικού του δικαιώματος υποχρεούται να καταβάλει (πλην όμως υπό τις παρούσες συνθήκες αρνείται να καταβάλλει), με τις ασφαλιστικές παροχές που θα εδικαιούτο εφόσον κατέβαλε τις προβλεπόμενες από τον νόμο ασφαλιστικές εισφορές, αφού προηγουμένως: i) του καταβληθεί νομιμοτόκως το καταβληθέν ποσό που υποχρεώθηκε να καταβάλει για την κύρια ή/και επικουρική ασφάλιση, ως εισφορές και πρόσθετες εισφορές, έως σήμερα, ii) απαγορευθεί, έως τον χρόνο θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος, η λήψη σε βάρος του οιουδήποτε καταδιωκτικού μέτρου προς είσπραξη των δήθεν, κατά τους ισχυρισμούς του, οφειλόμενων εισφορών και iii) αναγνωρισθεί ότι το εν λόγω «χρέος» δεν συγκαταλέγεται στην περιουσία του άρθρου 1710 του Αστικού Κώδικα και 2) να του χορηγηθούν: α) αντίγραφα των εγγράφων από τα οποία προκύπτει το ύψος των οφειλών που εισπράχθηκαν από το ΚΕΑΟ, καθώς και ο τρόπος και ο χρόνος που τα εν λόγω ποσά αποδόθηκαν στο ΕΤΑΑ-ΤΑΝ, βάσει της παρ. 10 του άρθρου 101 του ν. 4172/2013 που προβλέπει την έκδοση απόφασης του υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας που σύμφωνα με την ΕΓΚ Φ.8/2013 ΕΓΓΡ.ΓΓΚΑ 5.8.2013 έπρεπε να έχει εκδοθεί μέχρι την 30η Αυγούστου του έτους 2013, β) αντίγραφο της τελευταίας αναλογιστικής μελέτης για το ΕΤΑΑ-ΤΑΝ και ΤΕΑΔ που αφορά στην εκτίμηση της βιωσιμότητας του Ταμείου μετά το PSI και γ) το σύνολο των ισολογισμών και απολογισμών του Ταμείου από το 2007 έως σήμερα, από τους οποίους να προκύπτει η οικονομική κατάσταση του Τα μείου, από τα υπόλοιπα των λογαριασμών ενεργητικού και παθητικού και του λογαριασμού «Αποτελέσματα χρήσης» που εμφανίζει τα έσοδα και τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν μέσα στις χρήσεις, καθώς και το πλεόνασμα ή έλλειμμα που τυχόν προέκυψε σε κάθε χρήση. Επίσης, τα έσοδα από καταβολές ασφαλισμένων και τα έσοδα από κάθε είδους δικαιώματα, όπως ενδεικτικά, δικαιώματα από συμβάσεις, δικαιώματα από συναλλαγές ακινήτων ΦΜΑ, δικαιώματα από χρηματικές ποινές και πρόστιμα, δικαιώματα από δημοσιεύσεις καταστατικών εταιριών, δικαιώματα από μεταγραφές κ.ά. Επί της ανωτέρω εξώδικης δήλωσης-αίτησης του εκκαλούντος εκδόθηκε η …/9.7.2015 αρνητική απάντηση της Διευθύντριας Ασφάλισης του Τμήματος Εισφορών Αμίσθων και Μισθωτών Ασφαλισμένων του Ταμείου, με την αιτιολογία ότι αφενός, σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 9 του ν.δ. 4114/1960, το άρθρο 13 του ν. 4507/1966 και το άρθρο 14 του β.δ. 428/1961, η ασφάλιση δικηγόρου στο ΕΤΑΑ-ΤΑΝ και ΕΤΑΑ-ΤΕΑΔ είναι υποχρεωτική και ως εκ τούτου είναι υποχρεωτική και η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών για όσο χρόνο διατηρείται η ασφαλιστέα ιδιότητα, δηλαδή από εγγραφής μέχρι της υποβολής παραιτήσεως στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ή της διαγραφής από αυτόν ή μέχρι την αυτοδίκαια αποβολή της ιδιότητας του δικηγόρου (άρθρο 3 του β.δ. 661/1961), αφετέρου καταβολές από ασφαλισμένο ή υπέρ αυτού ως και κρατήσεις προς εκπλήρωση οιασδήποτε ασφαλιστικής υποχρέωσης, νομίμως γενόμενες, δεν επιστρέφονται και σε περίπτωση που για οιονδήποτε λόγο δεν δικαιούται σύνταξης αυτός ή η οικογένεια αυτού (ν.δ. 4114/1960, άρθρο 28 παρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 730/1977). Ακολούθως, ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών την από … προσφυγή-αγωγή, με την οποία όπως οι λόγοι αυτής αναπτύχθηκαν με το νομότυπα κατατεθειμένο υπόμνημά του, αυτός ζήτησε όσα αναλυτικώς αναφέρονται στην πρώτη σκέψη της παρούσας, προβάλλοντας ότι λόγω της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας από ασυνήθιστα γεγονότα (πολιτικά, κοινωνικά κ.λπ.), πέραν των άλλων δυσμενών συνθηκών για τον πληθυσμό της χώρας, μεταβλήθηκαν οι συνθήκες σε βάρος των ασφαλισμένων κατά τρόπο που η καταβολή εισφορών κατέστη υπέρμετρα επαχθής. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκε ότι ενόψει του ότι με τις συνθήκες που επικρατούν τόσα χρόνια στη χώρα (PSI, μνημόνια, αύξηση φορολόγησης, απώλεια διάφορων πόρων των ασφαλιστικών ταμείων κ.λπ.) δεν δημιουργούνται προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία θα παρουσιάζουν ελλείμματα και δεν θα μπορούν να καταβάλλουν συντάξεις, το Κράτος, το οποίο εγγυάται μόνο τη βασική σύνταξη, στρέφει τους πολίτες στην ιδιωτική ασφάλιση. Ειδικότερα, όπως προβάλλει τα αποθεματικά του Ταμείου Ασφάλισης Νομικών (ΤΑΝ) μειώθηκαν αισθητά με τις διάφορες επενδύσεις που έγιναν τα προηγούμενα 60 χρόνια (άτοκες καταθέσεις, επένδυση σε μετοχές, κ. λπ.) και ιδιαίτερα μετά το PSI. Περαιτέρω, παρέθεσε αναλυτικά τις απώλειες που υπέστησαν οι φορολογούμενοι από το 2015 και έπειτα και ειδικότερα οι ελεύθεροι επαγγελματίες από τα μέτρα της Κυβέρνησης, καθώς και τον τρόπο λειτουργίας του Ταμείου Συντάξεων της Νορβηγίας. Ακολούθως, προέβαλε την ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού σε συνδυασμό με το μέγεθος της απασχόλησης, το ΑΕΠ (δυνητικό και πραγματικό), την παραγωγικότητα της εργασίας και τους δείκτες της απασχόλησης στην Ελλάδα για τα επόμενα χρόνια ως επιβαρυντικό παράγοντα της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος της χώρας. Περαιτέρω, υποστήριξε ότι στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες (των οποίων το σύστημα παραθέτει αναλυτικά), οι εισφορές ασφάλισης των αυτοαπασχολούμενων δεν σχετίζονται σε εύλογο ποσοστό με το εισόδημά τους ή με το πραγματικό μέσο ή κατώτατο εισόδημά τους. Περαιτέρω, αφού ανέλυσε διάφορα συνταξιοδοτικά συστήματα (λειτουργία, χρηματοδότησή τους, τρόπος και υπολογισμός καταβολής εισφορών κ.λπ.), υποστήριξε ότι τα ποσά που εισπράττονται από το ΚΕΑΟ και αντιστοιχούν σε ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων δεν αποδίδονται στους οικείους ασφαλιστικούς οργανισμούς, αλλά εξυπηρετούν άλλους αλλότριους σκοπούς. Συνεπώς, κατά τους ισχυρισμούς του, το ποσό των 2.800 ευρώ που καλείται ετησίως να καταβάλλει ο αυτοασφαλιζόμενος στο ΕΤΑΑ-ΤΑΝ είναι υπέρογκο, οι δε σχετικές διατάξεις δυνάμει των οποίων εισπράττονται οι εισφορές αυτές αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου που προστατεύει το δικαίωμα στην περιουσία, καθώς για τον υπολογισμό τους δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν κριτήρια, όπως η διάρκεια του χρόνου ασφάλισης. Ειδικότερα, στην έννοια της περιουσίας σύμφωνα με την ως άνω διάταξη περιλαμβάνονται και οι έναντι των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης αξιώσεις για τη χορήγηση των προβλεπόμενων από τη νομοθεσία κάθε κράτους κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, τόσο στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος είχε καταβάλει εισφορές, όσο και στην περίπτωση που η χορήγηση της συγκεκριμένης παροχής δεν εξαρτάται από την καταβολή εισφορών, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου. Υπό το πρίσμα δε της ως άνω διάταξης, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού γενικότερου συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν. Εξάλλου, όπως προβάλλει σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, το Κράτος έχει την ευχέρεια να καθιερώνει συγκεκριμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και τον τρόπο υπολογισμού των παροχών με την προϋπόθεση ότι θα εξασφαλίζεται η αναλογία μεταξύ εισφορών και παροχών και η επαρκής διαφοροποίηση μεταξύ των ασφαλισμένων που έχουν καταβάλει υψηλότερες εισφορές σε σχέση με αυτούς που έχουν καταβάλει ουσιωδώς χαμηλότερες. Ειδικότερα, οι ρυθμίσεις με τις οποίες θεσμοθετείται η υποχρέωση των ασφαλισμένων να καταβάλλουν υπέρογκες εισφορές, χωρίς παροχή εγγύησης από το Ελληνικό Δημόσιο στους ασφαλισμένους που χρηματοδοτούν τους κοινωνικοασφαλιστικούς οργανισμούς, εισάγουν άνιση μεταχείριση των ασφαλισμένων έναντι των Ταμείων, καθώς οι συνταξιοδοτικές παροχές που λαμβάνουν οι τελευταίοι δεν τελούν σε αναλογία με την περιουσιακή προσδοκία αυτών. Ενόψει, δε της διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 25 και της παρ. 1 του άρθρου 2 του Συντάγματος δεν επιτρέπεται, λόγω των μέτρων που λαμβάνονται για την παρατεταμένη οικονομική κρίση, να επιβαρύνονται δυσανάλογα κάποιες κατηγορίες πολιτών, όπως εν προκειμένω οι εργαζόμενοι που χρηματοδοτούν μέσω των εισφορών που καταβάλλουν τις δυσανάλογα υψηλές για τη βιωσιμότητα του συστήματος συντάξεις για να λάβουν οι ίδιοι στο μέλλον συντάξεις «ένδειας». Προς υποστήριξη των ισχυρισμών του ο εκκαλών παραθέτει στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής του 135 έγγραφα τα οποία αφορούν αναλύσεις, μελέτες, έρευνες, ανακοινώσεις σε συνέδρια και διάφορα άρθρα. Περαιτέρω, ο εκκαλών προσκόμισε και επικαλέσθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μεταξύ άλλων: α) αντίγραφο του από 1.4.2019 ειδοποιητηρίου πληρωμής ασφαλιστικών εισφορών σύμφωνα με το οποίο οι εισφορές έτους 2017, ανέρχονται σε 2.015,40 ευρώ, και η μηνιαία εισφορά έτους 2009 στο συνολικό ποσό των 185,18 ευρώ, β) την …/8.9.2015 έκθεση επίδοσης αντιγράφου της προσφυγής-αγωγής της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Δ. Κ. στο ΕΤΑΑ-ΤΑΝ, γ) την …/23.6.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Π. Κ. της από 19.6.2015 εξώδικης δήλωσης με πρόσκληση-αίτηση προς το Τμήμα Συντάξεων του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ, δ) αντίγραφο της …/9.7.2015 αρνητικής απάντησης της Διευ θύντριας Ασφάλισης του Τμήματος Εισφορών Αμίσθων και Μισθωτών Ασφαλισμένων του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ (ΤΕΑΔ). Αντιθέτως, το εφεσίβλητο, τόσο με την …/4.4.2019 έκθεση απόψεών του όσο και με το νομίμως κατατεθέν την 17η.4.2019, υπόμνημά του, ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής-αγωγής, προβάλλοντας ότι: α) βάσει της κείμενης νομοθεσίας, η ασφάλιση δικηγόρου στο τέως Ταμείο Νομικών, μετέπειτα ΕΤΑΑ-ΤΑΝ και ήδη ΕΦΚΑ είναι υποχρεωτική, β) ομοίως υποχρεωτική είναι και η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών για όσο χρόνο διατηρείται η ασφαλιστέα ιδιότητα, δηλαδή από εγγραφής μέχρι της υποβολής παραιτήσεως στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ή της διαγραφής από αυτόν ή μέχρι την αυτοδίκαια αποβολή της ιδιότητας του δικηγόρου, γ) καταβολές από ασφαλισμένο ή υπέρ αυτού ως και κρατήσεις προς εκπλήρωση οιασδήποτε ασφαλιστικής υποχρέωσης, νομίμως γενόμενες, δεν επιστρέφονται και δ) ο εκκαλών είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα του Ταμείου, με την ιδιότητά του δικηγόρου, χωρίς να έχει παραιτηθεί ή αποβάλει την εν λόγω ιδιότητα, ούτε να έχει προσκομίσει διακοπή επαγγελματικής δραστηριότητας και διαγραφής από την αρμόδια ΔΟΥ, ενώ, εξάλλου, δεν έχει υποβάλει σχετική αίτηση διακοπής ασφάλισης βάσει του ν. 4488/2017. Με την 5396/2020 εκκαλούμενη απόφαση το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή-αγωγή του εκκαλούντος ως αβάσιμη στο σύνολό της. Ήδη, κατά της αποφάσεως αυτής στρέφεται ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεση και ζητεί την εξαφάνισή της προβάλλοντας τα όσα ισχυρίσθηκε πρωτοδίκως. Αντιθέτως, το εφεσίβλητο ΝΠΔΔ με το νομότυπα κατατεθειμένο υπόμνημά του ζητεί την απόρριψη της έφεσης ως αβάσιμης.

11. Επειδή, ο εκκαλών προβάλλει ότι η κύρια και επικουρική ασφάλιση έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης και διατήρησης βιώσιμου ασφαλιστικού συστήματος και για τον λόγο αυτό διατείνεται ότι μη νομίμως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του περί μη βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο, άλλως ως αναπόδεικτο.

12. Επειδή, η κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, γεγονός το οποίο καθιστά υποχρεωτική τόσο την υπαγωγή σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης όσο και την καταβολή εισφορών, οι δε ασφαλιστικές παροχές δεν απαιτείται να βρίσκονται σε σχέση ευθείας ανταποδοτικότητας προς τις εισφορές που έχουν καταβληθεί. Στην προκείμενη περίπτωση, ο εκκαλών από την τυπική κτήση της ιδιότητας του δικηγόρου στις 3.9.2004 και την εγγραφή του στα μητρώα του οικείου δικηγορικού συλλόγου ήταν ασφαλισμένος στο ΤΑΝ του ΕΤΑΑ και παραμένει ασφαλισμένος στον ήδη εφεσίβλητο e-EΦΚΑ διότι δεν έχει παραιτηθεί ούτε άλλωστε έχει αποβάλει την εν λόγω ιδιότητα, ανεξαρτήτως του αν αυτός ασκεί ενεργά το δικηγορικό λειτούργημα και χωρίς να απαιτείται κατά τον κρίσιμο χρόνο (23.6.2015) υποβολής της προαναφερόμενης αίτησης-εξώδικης δήλωσής του προς το Ταμείο να έχει υποβάλει σχετική δήλωση διαγραφής στην αρμόδια ΔΟΥ κατά τις διατάξεις του άρθρου 76 του ν. 4387/2016 που ισχύει από 1.1.2017. Ως εγγεγραμμένος δικηγόρος στα μητρώα δικηγορικού συλλόγου υπόκειται στις έναντι του εφεσίβλητου ΝΠΔΔ υποχρεώσεις του ασφαλισμένου, στις οποίες περιλαμβάνεται και η υποχρέωση καταβολής εισφορών, οι οποίες εφόσον καλύπτουν νόμιμα υποχρεωτικό χρόνο ασφάλισης δεν επιστρέφονται ακόμη κι όταν είναι βέβαιο ότι δεν είναι εφικτή η χορήγηση ασφαλιστικών παροχών. Ενόψει αυτών, ο λόγος της έφεσης περί κατάρρευσης του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης είναι απορριπτέος, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, διότι τόσο η υποχρεωτική υπαγωγή σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης όσο και η υποχρεωτική καταβολή εισφορών, ως κοινωνικοασφαλιστικές αρχές, προστατευόμενες από το Σύνταγμα, δεν εφαρμόζονται υπό προϋποθέσεις και αιρέσεις, αναβλητικές ή δια λυτικές και, ως εκ τούτου, δεν άπτονται της βιωσιμότητας και της οικονομικής ευρωστίας ή μη των ασφαλιστικών οργανισμών, οι οποίοι, άλλωστε, σε αντίθεση με τους ιδιωτικούς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, λειτουργούν υπό την εγγύηση του Κράτους, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος.

13. Επειδή, ο εκκαλών περαιτέρω προβάλλει ότι μη νόμιμα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του περί επίδειξης εγγράφων από το εφεσίβλητο Ταμείο τα οποία αφορούν τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος κατά το άρθρο 174 παρ. 1 του ΚΔΔ. Ο λόγος αυτός, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 9, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αγωγής του, ο εκκαλών δεν προσδιόρισε επακριβώς τα έγγραφα και το κρίσιμο για την υπόθεση περιεχόμενό τους, ώστε να προκύπτει ότι αυτά είναι ουσιώδη, δηλαδή πρόσφορα προς απόδειξη του λυσιτελούς του ως άνω ισχυρισμού του, καθώς και ότι το εφεσίβλητο Ταμείο τα κατέχει και αρνήθηκε να του τα χορηγήσει.

14. Επειδή, ακολούθως, ο εκκαλών υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν την καταβολή και το ύψος των εισφορών του προς το εφεσίβλητο ΝΠΔΔ αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, κατά τα προαναφερθέντα στη σκέψη 3, δεδομένου ότι με το άρθρο αυτό θεσπίζεται γενικός και απόλυτος κανόνας, κατά τον οποίο κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται προστασίας της περιουσίας του, στην οποία εντάσσεται κατ’ αρχήν και το δικαίωμα παντός ενδιαφερομένου για τη λήψη ασφαλιστικών παροχών, εφ’ όσον όμως συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις που τάσσονται εκάστοτε από το εθνικό δίκαιο. Στην προκείμενη περίπτωση οι απαιτήσεις του εκκαλούντος από το εφεσίβλητο Ταμείο, όπως αναλυτικά εκτίθενται στην πρώτη σκέψη της παρούσας, δεν θεμελιώνονται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη, ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλόμενου κράτους (Ελλάδα), ούτε πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις που τίθενται από το εθνικό δίκαιο.


Προηγούμενο   

[*] Πρόσφατα, με το άρθρο 20 ν. 4488/2017, για τους μηχανικούς και δικηγόρους (αυτοαπασχολούμενους), η υπαγωγή στην ασφάλιση αποσυνδέθηκε από την ιδιότητα, ώστε αυτοί να καταβάλλουν εισφορές μόνο εφόσον ασκούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα –όπως στην περίπτωση των μισθωτών. Η αποσύνδεση αυτή είναι ορθή και απόλυτα συμβατή με τη λογική του θεσμού, που γενικά συνδέει την ασφάλιση με την παροχή εργασίας ή με την άσκηση δραστηριότητας. Η υποχρεωτική ασφάλιση προϋποθέτει μία έστω στοιχειώδη επαφή με την επαγγελματική δραστηριότητα.

Scroll to Top