Α. Mε την υπ΄αρ. 104/2021 απόφασή του το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, δυνάμει του άρ. 1 παρ. 2 του Ν. 3900/2010 , σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ6 περ.2 του νόμου 4093/2012, σύμφωνα με το οποίο: « Αξιώσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας που αφορούν την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών παραγράφονται μετά εικοσαετία από την τελευταία καταβολή. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται.»
Δηλ. To ερώτημα είναι αν έχει δικαίωμα ο ασφαλιστικός φορέας, σε κάθε περίπτωση, να ζητήσει την επιστροφή παροχών που κατέβαλε αχρεωστήτως εντός εικοσαετίας από την τελευταία καταβολή, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του εισπράξαντος αυτές ασφαλισμένου ή «μήπως και στην περίπτωση αυτή είναι εξεταστέα η καλή πίστη αυτού οπότε η αναζήτηση της παροχής είναι επιτρεπτέα μόνο εντός ευλόγου χρόνου» .
Το Συμβούλιο της Επικρατείας (Α΄7μ.) με την υπ΄αρ. 2137/2024 απόφασή του έκρινε ότι:
Από την ως άνω διάταξη, εν όψει και του επιδωκόμενου με την θέσπισή της σκοπού υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση, στη διαφύλαξη των συμφερόντων των ασφαλιστικών φορέων και στην προστασία της βιωσιμότητάς τους συνάγονται τα ακόλουθα:
-Με την εν λόγω διάταξη καθιερώνεται η εικοσαετία ως γενικός κανόνας που ισχύει για όλους τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων όσον αφορά τον χρόνο παραγραφής των απαιτήσεων των φορέων αυτών από αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές.
-Η αναζήτηση , δυνάμει της ερμηνευόμενης διατάξεως, χωρεί σε κάθε περίπτωση, με τον περιορισμό της 20ετούς παραγραφής, ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα του λαβόντος.
– Για την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών αρκεί η επίκληση και απόδειξη από τον φορέα της καταβολής και της ελλείψεως υποχρέωσης για την καταβολή, χωρίς να απαιτείται υπαιτιότητα του λήπτη των παροχών.
– Το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι ο λήπτης των παροχών ωφελήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία και με ζημία του ασφαλιστικού φορέα.
Όμως: « κατ΄εξαίρεση του ως άνω κανόνα, αποκλείεται η αναζήτηση των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως, λόγω της εφαρμογής της αρχής της χρηστής διοικήσεως όταν η οικονομική θυσία στην οποία θα υποβληθεί ο λήπτης των παροχών εξ αιτίας της επιστροφής ( αποδόσεώς ) τους είναι σε τέτοιο βαθμό που θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του, και τούτο, μόνο εφόσον αυτός είναι καλόπιστος, δηλαδή μόνον εφόσον αγνοούσε ή δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι η παροχή που έλαβε ήταν αχρεώστητη ή παράνομη και , συνεπώς, επιστρεπτέα. Αν υπάρχει είτε γνώση είτε υπαίτια άγνοια του λήπτη ο λήπτης δεν μπορεί να θεωρηθεί καλής πίστεως. Η αδράνεια του ασφαλιστικού φορέα για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα δεν δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και δεν μπορεί να αποκλείσει την αναζήτηση. Ο λήπτης της παροχής πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την καλή πίστη του και ο ασφαλιστικός φορέας, αν θέλει, θα πρέπει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που αποδεικνύουν τυχόν κακοπιστία του λήπτη.
Β. Από τα ανωτέρω προκύπτει αβίαστα η δυσκολία στην απόδειξη της καλής πίστης του κάθε εισπράξαντος. Περαιτέρω, η εικοσαετία , εντός της οποίας δικαιούνται τα ασφαλιστικά ταμεία να αναζητήσουν αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί εύλογος χρόνος. Ως εκ τούτου, θα έπρεπε, και σε κάθε περίπτωση καλοπίστου εισπράξαντος ασφαλισμένου/συνταξιούχου , ανεξάρτητα αν πένεται ή όχι, με βάση τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της αναλογικότητας και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (ΣτΕ Ολομ. 668/2012) , η αναζήτηση των παροχών να γίνεται μέσα σε εύλογο χρόνο, που δεν θα πρέπει να ξεπερνά τη διετία ή τριετία από την καταβολή.
Γ. Με την ως άνω διάταξη νόμου, όπως και με την παρόμοια διάταξη του άρθρου του άρθρου 103 του ν. 4387/2016 προστατεύεται το συμφέρον των ασφαλιστικών φορέων έναντι των ασφαλισμένων /συνταξιούχων, ενώ δεν προστατεύτηκαν με τον ίδιο τρόπο τα συμφέροντα των ασφαλιστικών φορέων ούτε όταν κατ΄εφαρμογή του ν. 1611/1950 δεσμεύτηκαν από το 1951 τα διαθέσιμα κεφάλαια των ασφαλιστικών ταμείων σε καταθέσεις με πολύ χαμηλό επιτόκιο, ούτε όταν χάθηκαν τα αποθεματικά τους από την τοποθέτησή τους σε μετοχές, σε αμοιβαία κεφάλαια και σε δομημένα ομόλογα , ούτε όταν με το PSI δηλ. το «κούρεμα» του δημόσιου χρέους αυτά μειώθηκαν κατά 53,5%.
Πολυτίμη Αγιοστρατίτη