Α’ Εκδήλωση του Κύκλου “ΕΛΕΥΣΙΝΑ”

Στις 24 Μαΐου 2024, πραγματοποιήθηκε η Α’ εκδήλωση του Κύκλου “ΕΛΕΥΣΙΝΑ”. Παρακολουθήσαμε την ομιλία της Δρ. Χριστίνας Ντόκου, επίκουρης Καθηγήτριας του Ε.Κ.Π.Α.

Η εκδήλωση συμπληρώθηκε με δραματοποιημένη απαγγελία του ποιήματος του Α. Τέννυσον, με τίτλο ¨Περσεφόνη¨ και μουσικό μέρος.

Η εκδήλωση είχε μεγάλη επιτυχία, όχι μόνο όσον αφορά την εξαιρετικού επιπέδου και ενδιαφέροντος ομιλία, αλλά και όσον αφορά τη συμμετοχή των παρευρισκομένων, με ερωτήσεις, απόψεις σχόλια.

“Ενέργεια και Ενάργεια”, όπως επισημάνθηκε.

 

         “Ινάννα, Περσεφόνη, και το Συμβόλαιο των Θεών”

                            Δρ. Χριστίνα Ντόκου

Επίκουρη Καθηγήτρια Εθνικού και Καποδιστριακού Παν/μίου Αθηνών

Όπως είναι ευρέως γνωστό,  η καταβολή των Ελευσινίων μυστηρίων, που είναι και το θέμα του κύκλου εκδηλώσεων με τίτλο «Ελευσίνα» του Συλλόγου Συνταξιούχων Δικηγόρων, βρίσκεται στο μύθο της Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης, γνωστό σε μας κυρίως από τον Ομηρικό Ύμνο στη Δήμητρα του 7ου αιώνα πΧ (West). Η Περσεφόνη, ή Περσέφασσα, ή Κόρη, είναι παιδί του ιερού γάμου[1] της θεάς-γης με τον Δία, τον ουράνιο πατέρα πάντων. Την Περσεφόνη ποθεί και απαγάγει ο αδερφός του Δία Άδης στον Κάτω Κόσμο, και η Δήμητρα ξεκινά να την αναζητεί απεγνωσμένα στη διάρκεια ενός σκληρού χειμώνα πένθους αλλά και ερήμωσης της γης, καθώς η ζωοδότρια θεά, θλιμμένη και εξοργισμένη, κατακρατεί τη δύναμή της από το χώμα. Ζορισμένοι από την έλλειψη θυσιών οι Ολύμπιοι, καθώς στην ανθρωπότητα έχει πέσει λιμός, αναγκάζονται να συνθηκολογήσουν και να επιστρέψουν την Κόρη στη μητέρα της. Όμως ο Άδης ξεγελάει την Περσεφόνη, δίνοντάς της να φάει λίγους σπόρους από ρόδι στον Κάτω Κόσμο πριν φύγει, κι έτσι εκείνη, έχοντας δοκιμάσει την τροφή του Άδη, είναι πια αναγκασμένη να επιστρέφει στο σύζυγό της για λίγους μήνες το χρόνο, ενώ τους υπόλοιπους ξανασμίγει με τη Δήμητρα στον πάνω κόσμο. Με αυτό τον όμορφο και ποιητικό τρόπο αιτιολογεί ο αρχαιοελληνικός μύθος την εναλλαγή των εποχών και τον κύκλο της καλλιέργειας και συγκομιδής. Η Περσεφόνη, το ξανθό σιτάρι, βάση της διατροφής από τη Μεσοποταμία ως την Ευρώπη, σπέρνεται το φθινόπωρο, μήνα των Ελευσινίων μυστηρίων, και βιώνει συμβολικά το θάνατό του για να φυτρώσει ξανά στο φως την άνοιξη, όταν η Δήμητρα, δηλαδή η Δα-μήτερ (Δα είναι η δωρική εκδοχή του Γα, δηλαδή γη), αγαλλιάζει και ξανακαρπίζει.

Όμως αν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι έδωσαν την ανθρωπομορφική τσαχπινιά τους σε αυτή την ιστορία, που αιτιολογεί επίσης την αιώνια έχθρα μεταξύ γαμπρού και πεθεράς, δεν ήταν αυτοί που την εφηύραν. Ο μύθος της θεότητας που πεθαίνει κι ανασταίνεται έχει ρίζες πολύ βαθύτερες και παλαιότερες από την πρώιμη αρχαιότητα των ελληνικών φυλών. Και είναι σημαντικό να εξερευνήσουμε τις ρίζες αυτές για να αντιληφθούμε όχι μόνο τη σπουδαιότητα του ιδεολογικού περιεχομένου του μύθου, αλλά και τον ευρύτερο αντίκτυπό του στον πανανθρώπινο πολιτισμό—με τις ανθρωπολογικές, θρησκευτικές αλλά και νομικές πτυχές του.

Ας πάμε πίσω, λοιπόν, στο 4000πΧ, στη μακρινή Μεσοποταμία, στις απαρχές αυτού που αναγνωρίζουμε ως ανθρώπινο πολιτισμό, τους Σουμέριους. Όπως προκύπτει από τις μελέτες επιφανών ερευνητών όπως ο Σάμιουελ Νόα Κρέημερ [Samuel Noah Cramer], η Χάριετ Κρώφορντ [Harriet Crawford], η Ν.Κ. Σάνταρς [N. K. Sandars] και η Νταϊάν Γουόλκστάιν [Diane Wolkestein], δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να πούμε ότι είμαστε όλοι Σουμέριοι, καθώς εκείνοι οι εφευρετικότατοι άνθρωποι μας έδωσαν τη γραφή, τα μαθηματικά, το τροχήλατο άρμα ή κάρο, το αλέτρι, τα συστήματα άρδευσης και την υδραυλική μηχανική, την αγγειοπλαστική, τη μεταλλουργία και την κατασκευή νομισμάτων, την αψίδα ως τρόπο χτισίματος και την αστρονομία (Κρέημερ 4). Σουμεριακό επίσης είναι και το πρώτο σωζόμενο λογοτεχνικό κείμενο της ανθρωπότητας, το εκπληκτικό από καλλιτεχνική και φιλοσοφική άποψη Έπος του Γκιλγκαμές, 2000 χρόνια πΧ. Διακρίνει κανείς βεβαίως αμέσως ότι οι περισσότερες από τις παραπάνω εφευρέσεις έχουν να κάνουν με τη γεωργία, η οποία ήταν και η βάση της δύναμης και της ευημερίας του αστερισμού των πόλεων-κρατών που συγκροτούσαν το Σουμέρ. Στην κοιλάδα της Μεσοποταμίας, το σημερινό νότιο Ιράκ, που αρδεύονταν με φυσικό τρόπο από τον Τίγρη, τον Ευφράτη και δύο παραπόταμούς τους σε δύο αλφαδιασμένα σχεδόν τετράγωνα, η γη ήταν τόσο εύφορη που μας έμεινε ο μυθικός αντίκτυπός της ως Κήπος της Εδέμ—Σουμεριακά Ντιλμούν, ο Κήπος των Θεών (Crawford). Εκεί λοιπόν η καλλιέργεια του σταριού κυριολεκτικά απογειώθηκε. Το σιτάρι το έθρεφε η ιλύς των ποταμών, το πότιζε το σύστημα των καναλιών, το όργωνε και το αλώνιζε το τροχήλατο αλέτρι και το κάρο. Τον καιρό για γεωργικές εργασίες τον προέβλεπαν κάνοντας αστρονομικές μετρήσεις. Τη σοδειά του και το μέγεθος του κάθε χωραφιού τα υπολόγιζαν με μαθηματικά, και την παραγωγή την αποθήκευαν σε πήλινα πιθάρια και την αποτύπωναν σε πήλινες πλάκες με σφηνοειδή γραφή, ορίζοντας τι θα κρατήσει ο γεωργός, τι θα πάει στον τοπικό βασιλιά ως φόρος, και τι θα δοθεί στον έμπορο για να πουληθεί στις αγορές του κόσμου, φέρνοντας ως υπολογισμένο αντίτιμο νομίσματα από πολύτιμα μέταλλα και άλλα αγαθά που άφθονα κατέληγαν στις μεγάλες πόλεις των Σουμερίων: την Εσουνά, την Κις, την Ουρ, την Ουρούκ, τη Νίνα, την Εριντού, τη Νιπούρ. Το δημητριακό αυτό, επομένως, ήταν η απόλυτη βάση για το ζηλευτό πλουτισμό των Σουμεριακών πόλεων, οι οποίες βέβαια μετά αλώθηκαν και κατακτήθηκαν από τους φτωχότερους γείτονές τους, τους Ακκάδιους και τους Σημίτες, που έτσι μετέφεραν τις ιδέες και τις ιστορίες των Σουμερίων στις δικές τους αυτοκρατορίες, ως και τη δική μας Μεσόγειο. Και γνωρίζουμε ότι οι Σουμέριοι το λάτρευαν κυριολεκτικά το σιτάρι τους, γιατί του έδωσαν θεϊκή μορφή και το είπαν Ινάννα, Βασίλισσα του Ουρανού και της Γης.

Η Ινάννα ήταν το χαϊδεμένο παιδί του βασιλιά των θεών, του ουράνιου Νάννα (ή ΈνλιλΈνκι ή Άνου, ο αντίστοιχος του δικού μας Δία), με υπέρλαμπρα ιερά σε διάφορες Σουμεριακές μητροπόλεις, κυρίως την Ουρούκ. Ήταν η θεά της αγάπης, της ερωτικής σαγήνης και της γονιμότητας, αλλά και του πολέμου, του θεϊκού νόμου και της πολιτικής εξουσίας, με σύμβολό της το οκτάκτινο αστέρι. Η διττή της φύση, γοητευτική και παιχνιδιάρα από τη μία αλλά και καταστροφική και επιβλητική απ’ την άλλη, απηχεί βεβαίως τη σημασία του σιταριού ως διατροφικής και πλουτοπαραγωγικής πηγής. Γι’ αυτό και η μορφή της Ινάννα επέζησε πολύ περισσότερο από τον πολιτισμό που τη γέννησε, γενόμενη Ιστάρ στους Βαβυλώνιους, Αστάρτη στους Φοίνικες, και δανείζοντας στοιχεία της σε πολλές από τις Ελληνικές και Ρωμαϊκές θεές, όπως την Αφροδίτη και—όπως θα δούμε παρακάτω—την σταρένια Περσεφόνη. Υπάρχουν πολλοί μύθοι για την Ινάννα, αλλά αυτός που απεικονίζει με τον πληρέστερο και πιο γλαφυρό τρόπο τη φύση της είναι η «Κατάβαση της Ινάννα στον Κάτω Κόσμο», ένα εκτενές ποίημα-ύμνος που χρονολογείται από το 1900 πΧ.

Η Ινάννα, μας λέει η ιστορία, ως παραχαϊδεμένη και κακομαθημένη κόρη του Βασιλιά των θεών, δεν ήθελε να αρκεστεί να είναι μόνο Βασίλισσα του Ουρανού και της Γης. Από τα ύψη όπου κατοικούσε, η θεά απλώνει το βλέμμα της και προς τον Κάτω Κόσμο, επιθυμώντας να συμπληρώσει το σετ. Ο Κάτω Κόσμος όμως ανήκε στην αδερφή της, τη θεά Ερεσκίγκαλ, η οποία, αν και όχι τόσο λαμπερή και δοξασμένη όσο η Ινάννα, έχει μεγάλη δύναμη. Με πρόσχημα λοιπόν, ότι πάει να συμπαρασταθεί στην αδερφή της για τον πρόσφατο θάνατο του άντρα της, η Ινάννα σχεδιάζει την εισβολή της στον Κάτω Κόσμο και αρματώνεται γι’ αυτό με όλα τα σύμβολα της εξουσίας της: τα πλουμιστά της βασιλικά ρούχα, το στέμμα του ουρανού, το μαγικό περιδέραιό της, τον στηθαίο θώρακά της, το χρυσό δαχτυλίδι της και το σκήπτρο της δύναμης. Όμως η Ερεσκίγκαλ μαντεύει αμέσως το παιχνίδι της αδερφής της, και της στήνει παγίδα: αμπαρώνει τις επτά πύλες του Κάτω Κόσμου και, σε κάθε μια, βάζει τους φύλακές της να ζητήσουν με δόλο από την Ινάννα να παραδώσει, ένα-ένα, τα κομμάτια της αρματωσιάς της, ακόμα, στο τέλος και τα ρούχα της. Έτσι, όταν πια φτάνει στην κάμαρα της αδερφής της, η πανίσχυρη και απαιτητική Ινάννα δεν είναι παρά μια γυμνή και φοβισμένη κοπελίτσα, που οδηγείται στη βασίλισσα του Κάτω Κόσμου με σκυμμένο κεφάλι.

Εκεί, στο άβατο της Ερεσκίγκαλ, η Ινάννα θα βρεθεί ξαφνικά αντιμέτωπη με το συμβούλιο των Αννουνακί, των θεών-δικαστών του Κάτω Κόσμου, τους οποίους είχε συγκαλέσει ήδη η αδερφή της. Οι Αννουνακί αμέσως τη δικάζουν για την εισβολή της, και τη βρίσκουν με συνοπτικές διαδικασίες ένοχη.  «Τότε», όπως μας λέει το ποίημα:

Η Ερεσκίγκαλ κάρφωσε την Ινάννα με το θανατερό της βλέμμα,

Ξεστόμισε εναντίον της την οργισμένη λέξη

Έβγαλε εναντίον της κραυγή «Ένοχη!»

Της έριξε χτύπημα.

Κι η Ινάννα μετατράπηκε σε πτώμα,

Σάπιο κρέας

Που από ένα καρφί το κρέμασαν στον τοίχο. (Γουόλκστάιν και Κρέημερ 60, μετάφραση της γράφουσας)

Για τρεις μέρες και τρεις νύχτες η Ζωή κείτεται εν Τάφω, σε άκρα ταπείνωση, αναστατώνοντας το σύμπαν. Από τη μια, θεοί και άνθρωποι δεν ξέρουν τι να κάνουν, τώρα που η Βασίλισσά τους δεν τους δίνει πια ζωοδότρια ενέργεια. Όπως και οι δώδεκα Ολύμπιοι, και οι επτά ουράνιοι Ιγκίγκι πεινούν για κνίσσα από τις θυσίες. Αλλά και στον Κάτω Κόσμο, από την άλλη, η Ερεσκίγκαλ έχει προβλήματα. Δεν είναι εύκολο να φας την πηγή της Ζωής αμάσητη—και, όπως μας λέει και το δημώδες τραγούδι, διατηρώντας με θαυμαστό τρόπο την εικονογραφία τεσσάρων χιλιάδων ετών, «κοιλοπονάει ο Άδης»: ο νεκρός σπόρος της Ινάννα μάχεται να βλαστήσει, η Ερεσκίγκαλ έχει φουσκώσει, έχει κάψες, ιδρώνει, τυραννιέται με έναν αφύσικο τοκετό που δεν φέρνει γέννα. Ο βασιλιάς των θεών, πιο διπλωμάτης από την κόρη του, στέλνει προς ανακούφιση της Ερεσκίγκαλ δύο άφυλα όντα, τα Γκάλλα, που συμπαραστέκονται στη Βασίλισσα του Κάτω Κόσμου, κι εκείνη από ευγνωμοσύνη τους δίνει το ταπεινό δωράκι που της ζήτησαν, το πτώμα που κρέμεται στον τοίχο της. Τα Γκάλλα ποτίζουν το πτώμα με την μαγική τροφή και το νερό της ζωής, και η Ινάννα μετά από τρεις μέρες ανασταίνεται και ανεβαίνει στους Ουρανούς, στα δεξιά του πατρός της.

Τέλος καλό, όλα καλά; Όχι βέβαια. Όπως μας λένε σχεδόν όλες οι μυθολογίες του πλανήτη, ο Κάτω Κόσμος δεν είναι εύκολο πράγμα, και δεν υπάρχει δύναμη που να βγει αλώβητη από τη συνθήκη του θανάτου, του μεγαλύτερου φόβου της ανθρωπότητας. Αν και ισχυρή θεά, η Ινάννα οφείλει να πληρώσει. Έτσι, ένα άτυπο συμβόλαιο συνάπτεται μεταξύ των θεών του Άνω και του Κάτω Κόσμου, να πάρει κάποιος άλλος θεός τη θέση της Ινάννα και να εκτίσει την ποινή της αντ’ αυτής. Και αυτός τελικά δεν είναι άλλος από τον σύζυγο της Ινάννα, τον Ντουμούζι, τον θεό της Άνοιξης και της ανθοφορίας, τον καλό βοσκό που είναι ο πιο όμορφος απ’ όλους τους άντρες επί γης: «ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς», όπως μας λένε για το Χριστό, τον δικό μας καλό ποιμένα, τα Εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής (Ζαρζώνη). Το συμβόλαιο με αυτόν τον τρόπο ισορροπεί την έλλειψη που δημιούργησε στον Κάτω Κόσμο ο πρόωρος θάνατος του συζύγου της Ερεσκίγκαλ, καθώς αναγκάζει την Ινάννα να πληρώσει, κατά έναν τρόπο, με το ίδιο νόμισμα της εξαπάτησής της. Ο Ντουμούζι, όμως, όπως και η συμβία του, αλλά και οι μεταγενέστερες μορφές που γέννησε ο μύθος του—Ταμμούζ, Άδωνις, Διόνυσος Ζαγρεύς, Χριστός—δεν είναι προορισμένος για μόνιμος κάτοικος του Κάτω Κόσμου: η μεγαλύτερη αδερφή του η Γκεστινάννα προσφέρεται να τον αντικαταστήσει για έξι μήνες το χρόνο, παίρνοντας τη θέση του και αναλαμβάνοντας, στο νέο της πόστο, τα λογιστικά του Άδη, την καταλογογράφηση και ταξινόμηση των νεκρών, καθώς η ίδια είναι η γραφιάς των θεών. Όπως καταλαβαίνουμε και απ’ το όνομα και από την συγγένεια με τον Ντουμούζι, αλλά και από άλλα στοιχεία, όπως το ότι η Γκεστινάννα, σαν την Ινάννα, σχετίζεται με την καλλιέργεια (του αμπελιού), το ότι η Γκεστινάννα, σαν τον αιγυπτιακό θεό Όσιρι και τον Χριστό, αναλαμβάνει μετά θάνατον καθήκοντα κριτή του Κάτω Κόσμου, και τέλος, το ότι η μορφή αυτή δεν εμφανίζεται και πολύ σε άλλους μύθους πέρα από την Κάθοδο της Ινάννα, η Γκεστινάννα δεν είναι παρά μία γηραιότερη, χθόνια έκφανση της πολυσχιδούς μορφής της ίδιας της Βασίλισσας του Ουρανού και της Γης, όπως και η νεαρή Περσεφόνη δεν είναι παρά μία έκφανση της γηραιάς Δήμητρας με βάση το παγκόσμιο μυθολογικό μοτίβο της Τριπλής Θεάς, όπου η κυρίαρχη γυναικεία θεότητα εμφανίζεται πάντοτε με τρία αλληλένδετα πρόσωπα: της ατίθασης Παρθένου, της σαγηνευτικής Μητέρας, και της σοφής χθόνιας Γραίας.

Αντιλαμβανόμαστε, νομίζω, λοιπόν, πως το αρχέτυπο της θεότητας που πεθαίνει και ανασταίνεται ακολουθώντας τον κύκλο τον εποχών, σε όσες μορφές κι αν παίρνει ανάλογα με τον χρόνο και τον τόπο, έχει την απαρχή του στο Σουμεριακό μύθο της Ινάννα. Ινάννα και Περσεφόνη γίνονται ένα στον κόκκο σταριού που πεθαίνει για να ξαναφυτρώσει και να δοξάσει τη ζωοδότρα μάνα-γη του, ενώ Ινάννα και Ντουμούζι, πάλι, γίνονται ένα στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, θανάτω θάνατον πατήσαντες μετά από τριήμερη παραμονή στον Άδη. Όμως η ειδοποιός διαφορά του Σουμεριακού μύθου έγκειται στη λογιστική, μαθηματική και νομική του λογική έναντι της  παιγνιώδους τυχαιότητας του Ελληνικού αντίστοιχου, παρότι και οι δύο μύθοι είναι εξίσου αιτιολογικοί του φαινομένου των εποχών και της βλάστησης. Δεν είναι τυχαίο που η Ινάννα του έρωτα ταυτίζεται με την Ινάννα του δικαίου. Στο μύθο της Περσεφόνης, οι αιτιολόγηση των εποχών βασίζεται, ουσιαστικά, στα καπρίτσια των θεών: τυγχάνει ο Άδης να τη δει και να την ερωτευτεί, τυγχάνει να πεισμώσει η μητέρα της, στριμώχνονται όπως-όπως οι Ολύμπιοι να συνθηκολογήσουν γιατί τους κόβει η πείνα, αλλά τυγχάνει να φάει η Περσεφόνη με δόλο τα λιγοστά σπυριά ρόδι για να οριστούν οι μήνες του εγκλεισμού της, αν και παντελώς αθώα, με τον σκοτεινό της σύζυγο. Η νομοτέλεια της φύσης, επομένως, ανάγεται σε τυχαίες και αυθαίρετες πράξεις των θεών. Στο σουμεριακό μύθο, αντίθετα, ο νόμος της φύσης είναι αποτέλεσμα ενός αυστηρού συμβολαίου, που ορίζει θεό αντί θεού και μοιράζει εξαρχής την ποινή ισόποσα, ικανοποιώντας τις ανάγκες και λύνοντας τα προβλήματα και των δύο συμβαλλόμενων μερών. Η ένοχη Ινάννα αναγκάζεται να πληρώσει για την υπέρμετρη φιλοδοξία της και την προσπάθεια αρπαγής εξουσίας αποχωριζόμενη για έξι μήνες τον σύζυγό της. Αλλά και ο Ντουμούζι δεν είναι αθώος, καθώς όσο η Ινάννα βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο, αυτός δεν την πενθεί όπως οι άλλες/οι ακόλουθοί της, αλλά συνεχίζει την πολυτελή ζωή του. Το θέαμα του Ντουμούζι στο θρόνο του, παρφουμαρισμένου και καλοστολισμένου, να απολαμβάνει τα πλούτη του εξοργίζει την Ινάννα, που αμέσως δίνει εντολή στα Γκάλλα του Κάτω Κόσμου που την ακολουθούν να πάρουν τον άπιστο να πληρώσει. Η νομική πράξη, επομένως, εξισώνεται με το κύρος και την ισχύ ενός φυσικού φαινομένου, ισχύ που απορρέει στο μύθο από τη δύναμη και της ζωής, αλλά και του αμείλικτου θανάτου. Αυτό εξηγείται, βεβαίως, αν αναλογιστούμε τη βαρύτητα που είχαν τέτοιες πράξεις δοσοληψίας, βασισμένες κυρίως στο εμπόριο του σταριού, το οποίο, λόγου του όγκου του, έπρεπε να διακινείται με βάση αδιάβλητα συμβόλαια μεταξύ πωλητή-καλλιεργητή και αγοραστή. Οι πρακτικοί Σουμέριοι, που πρώτοι εφηύραν την μαζική παραγωγή αγαθών, δένουν επομένως το μύθο τους τόσο με την ιερότητα του σταριού, όσο και με την ιερότητα του εμπορίου του. Οι Έλληνες, απ’ την άλλη, οραματιστές και φιλόσοφοι, επιλέγουν να δέσουν το μύθο τους με τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου, διερευνώντας την πιθανότητα μιας μετά θάνατον επιστροφής που οδηγεί τους μύστες, στεφανωμένους με στάχυα και σημαδεμένους με το αίμα του ιερού χοιρίδιου, στις Ελευσίνιες κατακόμβες.

 

Βιβλιογραφία:

Crawford, Harriet, editor. The Sumerian World. Routledge Worlds. Routledge, 2012.

Kramer, Samuel Noah. The Sumerians: Their History, Culture, and Character. University of Chicago Press, 1971.

Sandars, N(ancy) K(atherine), translator. The Epic of Gilgamesh. Penguin Classics, 1960.

West, Martin L., editor and translator. “The Homeric Hymn to Demeter.” In pp 32-69, Homeric Hymns. Homeric Apocrypha. Lives of Homer. Loeb Classical Library 496. Harvard University Press, 2003. Online edition. 2024. https://www.loebclassics.com/view/homeric_hymns_2_demeter/2003/pb_LCL496.33.xml

Wolkstein, Diane, and Samuel Noah Kramer, editors and translators. Inanna, Queen of Heaven and Earth: Her Stories and Hymns from Sumer. Harper Perennial, 1983.

Ζαρζώνη, Ειρήνη, επιμέλεια. Τα Εγκώμια του Επιτάφιου Θρήνου. Μαλλιάρης, 2016.

 

[1] Αν και ο Δίας είναι σύζυγος της θεάς Ήρας, η έννοια του «ιερού γάμου» χρησιμοποιείται ως η ιεροτελεστία που ανακαλεί την ιερή και ζωογόνα ένωση μίας κυρίαρχης (ως επί το πλείστον) αρσενικής ουράνιας θεότητας, με τη μορφή βροχής, με μία κυρίαρχη (ως επί το πλείστον) θηλυκή θεότητα της γης, αποτέλεσμα της οποίας συνεύρεσης είναι η βλάστηση που συντηρεί τη ζωή.

Scroll to Top